Περί το 240 μ.Χ. βασίλευε στη Ρώμη ο Γορδιανός, ο οποίος ήταν ειδωλολάτρης. Αυτός δεν ήταν τόσο σκληρός, όπως ήσαν οι άλλοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες.
Αυτός τους χριστιανούς δεν τους κατεδίωξε.
Ο αυτοκράτορας Γορδιανός, λοιπόν, είχε μια μονάκριβη θυγατέρα πολύ όμορφη. Ήταν γραμματισμένη, αλλά και πολύ συνετή και φρόνιμη. Επειδή είχε όλα αυτά τα εξαιρετικά χαρίσματα, πολλοί άρχοντες της πόλεως την αγαπούσαν και ήθελαν να την πάρουν για γυναίκα τους.
Γι αυτό ο πατέρας της την έκλεισε στα ανάκτορα,
να μη την βλέπουν οι άνθρωποι. Σ’ αυτό, λοιπόν, το κορίτσι μπήκε ο μισάνθρωπος διάβολος μέσα στην ψυχή του και την βασάνιζε πάρα πολύ. Προσπαθούσε να την ρίξει μέσα στη φωτιά και μέσα στο νερό. Έτσι το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα κινδύνευε από ώρα σε ώρα να πεθάνει και δοκίμαζε μεγάλη ατιμία και περιφρόνηση από όλους. Οι γονείς της υπέφεραν και αυτοί υπερβολικά. Μαράζωναν από τον καημό τους και τη στενοχώρια τους. Έτρεξαν παντού να την θεραπεύσουν. Πήγαν σε όλους τους γιατρούς, έκαμαν όλα τα γιατροσόφια και δοκίμασαν όλα τα βότανα και τα φάρμακα. Δυστυχώς καμιά θεραπεία δεν είδε. Και ήταν τόσο μεγάλος ο πόνος και η λύπη τους πού τους μάτωνε η καρδιά. Προτιμούσαν να πεθάνουν, παρά να ζουν και να βλέπουν το τρομερό αυτό κατάντημα του παιδιού τους. Ήταν το μοναχοπαίδι τους και
γι αυτό λαχταρούσαν και έτρεμαν πιο πολύ. Μέσα όμως σ’ αύτη την απελπισία και την απόγνωση χύνονταν μια αχτίδα φωτός η οποία ώ των θαυμάτων Σου Χριστέ! προέρχονταν από τον ίδιο τον δαίμονα, πού είχε φωλιάσει μέσα της και ο οποίος εφώναζε και έλεγε:
— Ότι και να κάνετε, όλοι σας οι κοποί και όλα τα τρεξίματα θα πάνε χαμένα. Εάν δεν έρθει ο Τρύφων, πού έχει μεγάλη εξουσία επάνω μου, για να με διώξει, εγώ δεν πρόκειται να το κουνήσω καθόλου από δω μέσα, πού βρίσκομαι.
Αμέσως τότε ο Βασιλιάς, όταν άκουσε αυτό από το δαίμονα, έστειλε ανθρώπους να ψάξουν όλες τις πόλεις και τα χωριά, για να βρούνε αυτόν τον Τρύφωνα. Υπόσχονταν χρυσάφι αναρίθμητο και άλλα βασιλικά χαρίσματα σε εκείνον, πού θα τον εύρισκε και θα τον έφερνε μπροστά του. Πολλοί στρατιώτες απεσταλμένοι του Βασιλέως άρχισαν να τρέχουν παντού. Όργωσαν κυριολεκτικά Ανατολή και Δύση και όλον τον κόσμο. Μερικοί απ’ αυτούς φθάσανε στην πάλι Λάμψακο, στην οποία βρισκότανε τότε ο Άγιος Τρύφων.
Τον βρήκανε εκεί να βόσκει χήνες. Ο Τρύφων χάρις στη μεγάλη αρετή, πού είχε, φωτίσθηκε από το Άγιο Πνεύμα και μόλις είδε τους ανθρώπους του βασιλιά, και χωρίς καν εκείνοι να τον ρωτήσουν, τους πλησίασε και τους είπε:
— Εγώ είμαι ο Τρύφων, τον οποίον ζητείτε!
Εκείνοι τα χάσανε. Μείνανε κατάπληκτοι από αυτό. Τότε με μεγάλη χαρά τον πήγανε στον έπαρχο της περιοχής, Πομπηϊανό ονόματι. Από εκεί του έκαναν μεγάλες τιμές.
Τον ανεβάσαν κατόπιν σε άλογο βασιλικό και έφυγαν ολοταχώς για την Ρώμη. Ήταν τότε ο Άγιος μόνον δεκαεπτάχρονο παλληκάρι! Όταν πλησίαζαν να φθάσουν στη Ρώμη, από την οποία τους χώριζαν ακόμη τρεις μέρες δρόμος, ο μυσαρός δαίμονας μυρίστηκε τον ερχομό του και άρχισε να βασανίζει την κόρη περισσότερο. Έπειτα έδειχνε την θλίψη και στεναχώρια του και οδυρόμενος ο κακούργος έλεγε: Αλλοίμονο σε μένα. Δεν με αφήνει πια ο Τρύφωνας να μένω εδώ μέσα. Με διώχνει από αυτό το σπίτι μου, την κατοικία μου. Δεν θα μείνω ακόμη, παρά μονάχα τρεις μέρες. Να! Όπου να ‘ναι έρχεται ο Τρύφων, και δυστυχώς έχει μεγάλη εξουσία επάνω μας, και δεν μας αφήνει
να στεριώσουμε πουθενά…
Και ενώ με τέτοια λόγια ούρλιαζε απογοητευμένος ο σατανάς, βασάνιζε την κόρη που σπαρταρούσε σαν το ψάρι και χτυπιόταν απελπισμένα. Έπειτα προτού ακόμη φτάσει ο Άγιος, ο σατανάς έφυγε, διότι δεν μπορούσε ούτε καν να αντικρύσει κατά πρόσωπο τον Άγιο Τρύφωνα. Την Τρίτη ημέρα έφτασε ο Άγιος. Τότε ο βασιλιάς τον υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά και του έκανε μεγάλες τιμές διότι και από μακριά είχε ήδη κάνει καλά το κορίτσι του.
Για να βεβαιωθεί όμως καλύτερα ο βασιλεύς, παρακάλεσε τον Άγιο να του δείξει τον δαίμονα και να τον δει με τα μάτια του για να τον ρωτήσει, γιατί μπήκε στην κόρη του και για διάφορα άλλα ζητήματα. Τότε ο Άγιος νήστεψε έξι ημέρες και προσευχότανε στο Θεό να τον βοηθήσει. Την εβδόμη ημέρα το πρωί, όταν ξημέρωσε, συγκεντρώθηκαν όλοι οι κάτοικοι της πόλεως στο θέατρο, καθώς και ο βασιλεύς με τους ακολούθους του και όλους τους μεγιστάνες και τους άρχοντες. Ο δε θειος Τρύφων με τη δύναμη του Παναγίου Πνεύματος και με πίστη ισχυρή και ακράδαντη στο Θεό, κάλεσε τον δαίμονα, σαν να τον έβλεπε με τα μάτια της ψυχής του και του λέγει:
— Εις το όνομα του Ιησού Χριστού σε προστάζω να φανείς εδώ μπροστά μας, να ιδούμε όλοι την ασχήμια σου και πόσον αδύναμος και ανίσχυρος είσαι απέναντι του Θεού.
Μόλις ο Άγιος είπε αυτά τα λόγια, να! και παρουσιάζεται ένα σκυλί μαύρο, σιχαμερό και απαίσιο. Ήταν τα μάτια του κατακόκκινα σαν τη φωτιά, και είχε το κεφάλι σκυμμένο στη γη.
Τότε του λέγει ο Άγιος:
— Πες μας, τρισκατάρατε, ποιος σε διέταξε να κατοικήσεις σ’ αυτή τη κόρη και πώς άτιμε τολμάς, ενώ είσαι τόσο αδύνατος, να ατιμάζεις το τίμιο πλάσμα του Θεού και να βασανίζεις τους ανθρώπους, μισάνθρωπε;
Και ο δαίμονας, σαν να τον πλήγωσαν με βέλη τα λόγια του Τρύφωνος, απάντησε με δυσκολία, λέγοντας: Ο πατέρας μου με έστειλε να την βασανίσω.
Τον ρωτάει πάλι ο Άγιος:
— Ποιά εξουσία έχετε, σεις, πού είσθε αρχηγοί και εφευρέτες της κακίας, πάνω στα πλάσματα του Θεού;
Τότε ο σκυλόμορφος δαίμονας, αν και από φυσικού του λέγει πάντοτε ψέματα και δεν θέλει ποτέ να πει την αλήθεια, όμως και χωρίς να το θέλει, επειδή πιεζότανε από τη θεία δύναμη, ομολόγησε μπροστά σε όλους τούτα τα λόγια:
— Εμείς, βέβαια, δεν έχουμε καμία εξουσία να βασανίζουμε τους Χριστιανούς, πού πιστεύουν στον Παντοδύναμο Θεό και στον Υιό Αυτού τον Ιησού Χριστό, τον οποίον ο Πέτρος και ο Παύλος εδώ σ’ αυτή την πόλη κήρυξαν. Και όχι μόνον δεν τους πειράζουμε, αλλά βλέποντας τους πιστούς αυτούς από μακριά, φεύγουμε και χανόμαστε από μπροστά τους. Μονάχα όσους βρίσκουμε να αγαπούν τα έργα μας, έχομε εξουσία και δύναμη να τους βασανίζουμε. Και τέτοιοι είναι οι ειδωλολάτρες, οι βλάσφημοι, οι μοιχοί, οι φονιάδες, αυτοί που ασχολούνται με τα μάγια, οι υπερήφανοι, και όλοι οι όμοιοι τους, που απομακρύνονται από το Θεό και κόβουν κάθε σχέση με Αυτόν. Αυτοί μόνοι τους
φεύγουν από το Θεό με τις αμαρτίες τους και έρχονται στο δικό μας το στρατόπεδο. Αυτούς μόνον πειράζουμε, διότι κάνουν όσα αρέσουν σε μας και περιφρονούν το θέλημα του Θεού.
Ακούοντας αυτά όσοι βρίσκονταν εκεί θαυμάσανε και συγχρόνως φοβήθηκαν. Πολλοί από τους ειδωλολάτρες πίστεψαν εις τον Χριστόν. Αλλά και πιστοί στερεώθηκαν περισσότερο στην πίστη, σαν άκουσαν αυτά. Ο δαίμονας επιτιμήθηκε κατόπιν από τον Άγιο και έγινε άφαντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου