Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2008

Βάζω ἀρχή

Γνωρίζουμε λίγο-πολύ ὅλοι μας ὅτι μέσα στά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων συναντοῦμε συχνά αὐτήν τήν προτροπή, «νά βάζεις ἀρχή, νά βάλεις ἀρχή ἤ βάζω ἀρχή, ἔβαλα ἀρχή, θά βάλω ἀρχή». Συναντοῦμε αὐτή τήν φράση, συναντοῦμε αὐτή τήν προτροπή, αὐτή τή συμβουλή, ἀλλά καί οἱ σύγχρονοι χριστιανοί ποῦ καί ποῦ τή λένε αὐτή τή φράση. Φοβοῦμαι ὅμως ὅτι δέν ξέρουμε ἀκριβῶς τί σημαίνει αὐτή ἡ φράση, καί τί θά ἤθελε νά πεῖ κανείς ἀναφέροντάς την. Δέν βγαίνει τίποτε μέ τό νά ἀναφέρει κανείς ἁπλῶς κάποια φράση πού τήν ἔλεγαν οἱ Πατέρες ἤ πού τή λένε κάποιοι ἅγιοι ἄνθρωποι. Ὅλα τά θέματα πρέπει νά τά γνωρίζει κανείς ὅσο γίνεται στό βάθος καί μετά φυσικά νά προσπαθεῖ νά τά οἰκειωθεῖ, νά τά ἀφομοιώσει, νά τά ζήσει. Χωρίς καί τή γνώση, δέν γίνεται τίποτε.




Τί σημαίνει λοιπόν «βάζω ἀρχή»;
Ἀπ’ ὅ,τι βλέπουμε στά κείμενα τῶν Πατέρων, μπορεῖ κανείς καί αἰσθάνεται μάλιστα τήν ἀνάγκη νά λέει «βάζω ἀρχή», «θά βάλω ἀρχή» ἀνά πᾶσα στιγμή. Ὄχι ἁπλῶς στήν ἀρχή τῆς χρονιᾶς, ὄχι ἁπλῶς ὅταν βρισκόμαστε σέ κάποιο σταθμό τῆς ζωῆς μας, ὄχι ἁπλῶς στήν ἀρχή τῆς ἑβδομάδος, ἀλλά στήν ἀρχή καί τῆς κάθε μιᾶς στιγμῆς. «Βάζω ἀρχή». Ὄχι ἁπλῶς κανείς σκέπτεται ὅτι καλά εἶναι νά λέει κάτι τέτοιο καί νά κάνει κάτι τέτοιο, ἀλλά αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά λέει, «βάζω ἀρχή». Ὅσο πιό συχνά μάλιστα κανείς βάζει ἀρχή, τόσο καλύτερα εἶναι. Ἄν δέν ξέρουμε ὅμως τή σημασία τῆς φράσεως ἤ δέν θά σκεπτόμαστε νά κάνουμε κάτι τέτοιο ἤ θά μοιάζει λίγο σάν παιχνίδι, ἤ ἀκόμη, ἄν θέλετε, θά μοιάζει λίγο καί σάν κοροϊδία.

Δέν εἶναι ὅμως ἔτσι τά πράγματα.
Οἱ Πατέρες λοιπόν αἰσθάνονταν τήν ἀνάγκη νά βάζουν ἀρχή, νά ἀρχίζουν δηλαδή τή σωστή ζωή ἀνά πᾶσα στιγμή. Μάλιστα, ὅπως γράφει κάποιος, οἱ ἅγιοι κάθε μέρα ἔβαζαν ἀρχή καί, χωρίς νά τό καταλάβουν βρέθηκαν στήν ἀντίπερα ὄχθη. Ἐνῶ βάζοντας ἀρχή μοιάζει νά εἶναι κανείς στήν ἀρχή τῆς ἐδῶ ὄχθης, ὅμως κάνοντας αὐτό, βρέθηκαν στήν ἄλλη ὄχθη.

Θά ἀναφέρω ἕνα παραδειγματάκι ἀμέσως-ἀμέσως, γιά νά μυηθοῦμε λίγο στό θέμα, ἐν σχέσει μ’ αὐτό πού λέμε γιά τούς ἁγίους ὅτι βάζοντας ἀρχή, στό τέλος βρέθηκαν στήν ἄλλη ὄχθη.

Ἀναφέρει λοιπόν κάποιος τό ἑξῆς παράδειγμα, τό ὁποῖο πιθανῶς νά εἴπαμε ἐδῶ ἄλλη φορά: Ἕνα παιδάκι μικρό θέλει νά ἀνέβει μία σκάλα. Σηκώνει τό ποδαράκι του στό πρῶτο σκαλοπάτι. Δέν τά καταφέρνει και πέφτει. Τό παιδάκι ξαναπροσπαθεῖ καί πάλι δέν τά καταφέρνει καί πάλι προσπαθεῖ καί πάλι τό ἴδιο. Συνεχίζει τήν προσπάθειά του χωρίς νά λαμβάνει ὑπόψιν του ὅτι ἀπέτυχε μιά φορά, ἀπέτυχε δύο φορές ... Καθόλου δέν τό ἐπηρεάζει αὐτή ἡ πραγματικότητα. Ἡ μητέρα τοῦ παδιοῦ πάνω στό πλατύσκαλο τό παρακολουθεῖ, χωρίς νά τή βλέπει τό παιδί της. Βλέποντας αὐτή τήν προσπάθεια τοῦ παιδιοῦ καί ὅτι δέν ἐπηρεάζεται καθόλου ἀπό τήν ἀποτυχία του, κατεβαίνει καί τό παίρνει τό παιδί στήν ἀγκαλιά, καί μονομιᾶς ἀνεβαίνει τό παιδί ὅλα τά σκαλοπάτια.

Καταλαβαίνουμε τώρα καλύτερα αὐτό ὅτι, ἐνῶ οἱ ἅγιοι ἔβαζαν συνεχῶς ἀρχή, βρέθηκαν στήν ἀντίπερα ὄχθη. Γιά νά τό καταλάβουμε τό ὅλο θέμα καλύτερα, θά ἤθελα νά τό δοῦμε λίγο καί ψυχολογικά. Νομίζω θά μᾶς βοηθήσει αὐτή, ἄς ποῦμε, ἡ ἀνάλυση ἤ αὐτή ἡ ψυχολογική θεώρηση τοῦ θέματος.

Δέν ἐνθυμοῦμαι ἄν ἄλλη φορά χρησιμοποίησα αὐτό τό παράδειγμα πού θά πῶ τώρα. Πρίν πάω στό παράδειγμα, νά πῶ αὐτό τό ὁποῖο λένε οἱ εἰδικοί ἐπιστήμονες, οἱ ψυχολόγοι. Ἡ ψυχή μας πού εἶναι τρόπον τινά σάν ἕνα οἰκοδόμημα, ἡ ψυχή μας, πού ἔχει πολύ καί ἄγνωστο περιεχόμενο, χωρίζεται σέ τρία πατώματα.

Εἶναι πάνω-πάνω τό συνειδητό, δηλαδή αὐτό τό ὁποῖο ὅλοι καταλαβαίνουμε στόν ἑαυτό μας. Οἱ σκέψεις μας, τά αἰσθήματά μας, ἡ ὅλη διάθεσή μας που συνειδητοποιοῦμε, πού ἐλέγχουμε, πού ξέρουμε. Πιό κάτω ἀπό αὐτό τό στρῶμα εἶναι τό ὑποσυνείδητο. Τό περιεχόμενο τοῦ ὑποσυνειδήτου μᾶς εἶναι ἄγνωστο, ἀλλά ἐπειδή εἶναι κοντά στό συνειδητό, ποῦ καί ποῦ μᾶς ἀφήνει λίγο νά διαισθανθοῦμε τί περίπου μπορεῖ νά ὑπάρχει μέσα σ’ αὐτό. Ἀπό καμιά φορά κάτι πετάγεται ἀπ’ ἐκεῖ καί βγαίνει στό συνειδητό.

Πιό κάτω, στό βάθος-βάθος, στό ὑπόγειο, ἄς ποῦμε, τῆς ψυχῆς εἶναι τό ἀσυνείδητο. Τό περιεχόμενο τοῦ ἀσυνειδήτου εἶναι «terra incognita», ἄγνωστη γῆ. Μᾶς εἶναι τελείως ἄγνωστο. Ἐνῶ λοιπόν ἐκεῖ μέσα ὑπάρχουν δικά μας βιώματα, δικές μας καταστάσεις, ὅμως ἐπειδή εἶναι στό ἀσυνείδητο, στό σκοτεινό αὐτό ὑπόγειο, οὔτε ξέρουμε τί ἀκριβῶς ὑπάρχει μέσα οὔτε μποροῦμε νά τό ἐλέγξουμε αὐτό τό περιεχόμενο. Στή γλώσσα τῆς ψυχολογίας λέγεται ὅτι αὐτό τό περιεχόμενο στό ἀσυνείδητο ἀποκτᾶ μιά αὐτονομία, κάνει ὅ,τι θέλει, δέν μᾶς λογαριάζει, δέν μᾶς ρωτάει.

Αὐτά βέβαια οἱ Πατέρες, προπάντος οἱ νηπτικοί Πατέρες, τά γνώριζαν. Γι’ αὐτό προτίμησαν οἱ ἴδιοι πρῶτα καί ἔπειτα συνεβούλευαν καί ἄλλους νά καθήσει κανείς στήν ἔρημο, στήν ἡσυχία και νά προσπαθήσει λέγοντας τήν εὐχή νά πάει βαθιά μέσα του, μέχρι τά κατάβαθα τῆς ψυχῆς του, γιά νά ἀρχίσει κανείς νά γνωρίζει αὐτό το περιεχόμενο τοῦ ὑποσυνειδήτου, τοῦ ἀσυνειδήτου, νά τό ἐλέγχει, καί νά μήν εἶναι αὐτόνομο αὐτό καί κάνει ὅ,τι θέλει. Τό ὅτι εἶναι αὐτόνομο, ὅλοι τό ξέρουμε. Τή στιγμή πού θέλεις νά κάνεις κάτι σωστό, ἄλλη δύναμη βγαίνει ἀπό μέσα σου καί σέ ἀναγκάζει νά κάνεις κάτι ἄλλο, κάτι πού δέν τό θέλεις καί ὅμως ἐκεῖνο κάνεις. Αὐτά τά βιώματα κατά τή γλώσσα τῆς ψυχολογίας εἶναι ἀπωθημένα, σπρωγμένα δηλαδή στό βάθος τοῦ ἀσυνείδητου.

Παλαιότερα – δέν ξέρω τώρα πῶς εἶναι – στά σπίτια, στό πάτωμα τοῦ δωματίου, ὑπῆρχε μιά καταπακτή, ἕνα ἄνοιγμα, καί κάτω ἦταν τό ὑπόγειο. Ἄς φανταστοῦμε ὅτι πρόχειρα-πρόχειρα οἱ νοικοκυρές πετοῦσαν μέσα πεπονόφλουδες, καρπουζόφλουδες καί ἄλλα σκουπίδια. Αὐτά δέν ἐξαφανίζονταν ἐκεῖ μέσα. Αὐτά ὑπῆρχαν καί μάλιστα ἀλλιώνονταν. Ἄς ποῦμε, οἱ καρπουζόφλουδες γίνονταν πολτός, καί ἔβγαινε ἀπό κεῖ κακοσμία κ.λπ. Θέλουμε δέν θέλουμε, ὅσο καθαρό κι ἄν ἔχουμε τό σπίτι, ἐφόσον ὑπάρχει αὐτό τό περιεχόμενο στό ὑπόγειο, θά βγαίνουν ἀπό κεῖ κακοσμίες. Ἄν μάλιστα καμιά φορά φουσκώσουν αὐτά καί πετάξουν τήν καταπακτή καί βγοῦν, ξαφνικά τό δωμάτιο θά γεμίσει ἀπό ὅλα αὐτά καί θά ἔχει τήν ἀνάλογη δυσοσμία.

Ἔτσι λοιπόν στό ὑποσυνείδητο τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχουν σπρωγμένα τά διάφορα βιώματα ἀπό τά παιδικά μας ἀκόμη χρόνια. Καθώς μεγαλώνουμε, μᾶς συμβαίνουν πολλά ἀνεπιθύμητα πράγματα, ἀπό τά ὁποῖα δέν μποροῦμε νά ξεγλιτώσουμε. Ἅμα δέν τά ἀφομοιώσει κανείς σωστά μέ τό συνειδητό, τά σπρώχνει – εἶναι μιά εὐκολία αὐτή – στό ὑποσυνείδητο. Αὐτά εἶναι τά ἀπωθημένα βιώματα, τά ὁποῖα ἔχουν αὐτονομία, σάν νά ἔχουν δική τους κυβέρνηση, δηλαδή δική τους ἀρχή, δική τους ἐξουσία καί κάνουν ὅ,τι θέλουν. Ἄντε, σύ τώρα ὁ καημενούλης, ὅποιος κι ἄν εἶσαι, ὅλοι μας δηλαδή, ὅταν ἀγνοοῦμε αὐτήν τήν πραγματικότητα, ἄντε, νά ζήσουμε πνευματική ζωή. Πῶς θά τή ζἠσουμε; Θά κάνουμε φιλότιμες προσπάθειες, ἀλλά ὅσο μποροῦμε νά καταλάβουμε καί ὅσο μποροῦμε νά βάλουμε τόν ἑαυτο μας σ’ ἕνα δρόμο. Ὅμως κάθε τόσο αὐτά θά βγαίνουν ἀπό κεῖ μέσα ἀνεξέλεγκτα καί θά κάνουν τά δικά τους.

Ἔρχομαι τώρα στό παράδειγμα πού εἶπα πιό μπροστά ὅτι θά ποῦμε. Ἐνθυμοῦμαι δηλαδή ὅτι κάποιος ἀπό αὐτούς τούς ειδικούς ψυχολόγους, τούς θεμελιωτάς τῆς ψυχολογίας τοῦ βάθους, φέρνει τό ἑξῆς παράδειγμα, γιά νά μᾶς βοηθήσει νά καταλάβουμε τί εἶναι συνειδητό, τί εἶναι ὑποσυνείδητο ἤ πόσο ἀπό τό περιεχόμενο τῆς ψυχῆς μας εἶναι συνειδητό καί πόσο εἶναι ὑποσυνείδητο καί ἀσυνείδητο.

Ρίχνουμε μέσα σέ μιά δεξαμενή μέ νερό ἕνα καρπούζι. Ἕνα μέρος τοῦ καρπουζιοῦ εἶναι ἔξω ἀπό τό νερό, τό μεγαλύτερο ὅμως μέρος εἶναι μέσα στό νερό. Καί λένε τώρα ὅτι, ἄν θελήσουμε νά δοῦμε τήν ἀναλογία στήν ψυχη τοῦ ἀνθρώπου, ἄν ὑποθέσουμε ὅτι ὅλο τό περιεχόμενο τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρωπου εἶναι 10/10, μόνο τό 1/10 εἶναι ἔξω ἀπό τό νερό, μόνο τό 1/10 εἶναι συνειδητό. Πέστε ὅτι τό νερό στή δεξαμενή εἶναι πολύ θολό, ἑπομένως δέν βλέπουμε μέσα καθόλου καί βλέπουμε μόνο ἐκεῖνο τό μέρος τοῦ καρπουζιοῦ πού προεξέχει. Τό 1/10 τῆς ψυχῆς εἶναι συνειδητό, τό βλέπουμε, τό ξέρουμε, τό ἐλέγχουμε. Τά 9/10 ὅμως τῆς ψυχῆς εἶναι ἄγνωστα. Ἕνα μέρος, ἴσως 3/10, εἶναι ὑποσυνείδητο, εἶναι λίγο κάτω ἀπό τό στρῶμα τοῦ συνειδητοῦ καί παίρνουμε μιά ἰδέα, ὅμως τά 6/10 εἶναι ἀσυνείδητο, εἶναι σκοτεινό ὑπόγειο, καί τό ἀγνοοῦμε ἐντελῶς. [...]

Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν εἶναι ἔτσι περίπου πού εἴπαμε. Τί θά πεῖ στήν πράξη «βάζω ἀρχή»; Βέβαια ἐπί τοῦ παρόντος ἀκόμη, εἴμαστε στό θεωρητικό μέρος, στό ψυχολογικό μέρος πού πρέπει νά καταλάβουμε. Ὕστερα θά περάσουμε καί στά πιό πρακτικά.

Ἐκεῖνος λοιπόν ὁ ὁποῖος λέει ὅτι βάζει ἀρχή, εἶναι σάν νά λέει: «Παραδίδω τόν ἑαυτό μου στόν Θεό. Σπρώχνω τόν ἑαυτό μου νά ὑποταχθεῖ στόν Θεό, νά ὑπακούει στόν Θεό, νά ἀγαπᾶ τόν Θεό, νά κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά κάνει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Δίνω τόν ἑαυτό μου στόν Θεό». Ἄν, λέγοντας αὐτή τή φράση, κάνει κάτι ἄλλο, κακῶς. Ἔτσι λοιπόν σήμερα πῆγε κανείς στήν ἐκκλησία, κατανύχτηκε, κάτι ἄγγιξε τήν ψυχή του καί λέει: «Θεέ μου, μέχρι σήμερα ἔπαιζα. Ἀπό σήμερα παραδίδομαι σέ σένα». Ἤ διαβάζει κανείς ἕνα βιβλίο ἤ ἀκούει κάποια πράγματα καί λέει: «Τελείωσαν τά ψέματα. Βάζω ἀρχή. Παραδίδω τόν ἑαυτό μου στόν Θεό καί βάζω ἀρχή ἀπό ’δῶ καί πέρα νά κάνω τό θέλημά του».

Αὐτός πού πολύ τίμια θά τό κάνει αὐτό, πού πολύ εἰλικρινά θά τό κάνει αὐτό καί μέ ὅλη του τήν ψυχή, χωρίς κανένα κρατούμενο, χωρίς τήν παραμικρή ἐπιφύλαξη θά παραδοθεῖ στόν Θεό, θά μποροῦσα νά πῶ ὅτι τήν ἄλλη μέρα κιόλας ἤ ἄν χθές τό ἔκανε, σήμερα δέν μπορεῖ νά πεῖ ἐντελῶς-ἐντελῶς, «νά, ἔβαλα χθές ἀρχή, παρέδωκα χθές τόν ἑαυτό μου στόν Θεό καί τό συνεχίζω σήμερα». Ἄν εἶναι ἐντελῶς εἰλικρινής, τίμιος κ.λπ. δέν μπορεῖ νά τό πεῖ αὐτό. Ἀλλά τί; Αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη καί σήμερα νά κάνει αὐτό πού ἔκανε χθές. Δηλαδή νά πεῖ: «Θεέ μου, ἐγώ σήμερα πρώτη φορά σέ γνωρίζω, σήμερα πρώτη φορά ἔρχομαι σέ ἐπικοινωνία μαζί σου, σήμερα, Θεέ μου, αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά παραδοθῶ σέ σένα». Ἐνῶ εἶναι κάτι πού τό εἶπε καί τό ἔκανε χθές.

Καί ὁ ἴδιος πού κάνει αὐτό τό ἔργο δέν αἰσθάνεται ὅτι χθές κορόιδεψε – ὄχι. εἰλικρινά καί τίμια τό ἔκανε χθές, ὅμως συγχρόνως αἰσθάνεται σάν νά μήν τό ἔκανε καί γι’ αὐτό θέλει νά τό κάνει καί σήμερα – ἀλλά καί ἀντικειμενικά νά τό δοῦμε τό πράγμα ἔτσι εἶναι. Ναί, ἔκανε τί ἔκανε χθές, αἰσθάνεται ὅμως τήν ἀνάγκη νά τό κάνει καί σήμερα. Καί μέ βάση τό παράδειγμα πού εἴπαμε προηγουμένως, ὅσο γίνεται νά τό καταλάβουμε το θέμα.

Εἴπαμε ὅτι τό 1/10 τοῦ περιεχομένου τῆς ψυχῆς μας ἔχουμε στή διάθεσή μας, εἶναι συνειδητό. Εἶναι τό κομμάτι τοῦ καρπουζιοῦ πού εἶναι ἔξω ἀπό τό νερό. Αὐτό εἶναι στά χέρια μας. Τήν ὥρα λοιπόν πού λέει κανείς «παραδίδω ὅλο τόν ἑαυτό μου στόν Θεό, θά εἶμαι πιά τοῦ Θεοῦ», ἀφοῦ τό ἄλλο πιό μέσα δέν τό ἐλέγχει – θεωρητικά μπορεῖ νά τό πεῖ, ὅμως πρακτικά δέν τό ἐλέγχει, δέν τό ὁρίζει – δίνει ἑπομένως αὐτό τό κομμάτι πού εἶναι ἔξω ἀπό τό νερό. Εἴμαστε βέβαια στά θεωρητικά, ἀλλά αὐτά τά θεωρητικά νά τά καταλάβουμε μιλώντας πρακτικά.

Ἄν πάρουμε ἕνα μαχαίρι καί κόψουμε τό κομμάτι τοῦ καρπουζιοῦ πού εἶναι ἀκριβῶς πάνω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ, ἀμέσως τό καρπούζι θά ἀνέβει λίγο πιό πάνω. Ἑπομένως, λίγο καρπούζι θά βγεῖ πάνω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ. Στήν πράξη λοιπόν ὅταν λέμε «βάζω ἀρχή», δηλαδή παραδίδω τόν ἑαυτό μου στόν Θεό, εἶναι σάν νά κόβω αὐτό τό κομμάτι τοῦ καρπουζιοῦ καί ὤπ, ἀνεβαίνει ψηλότερα τό καρπούζι καί ἑπομένως ἕνα ἄλλο κομμάτι πού δέν φαινόταν ὥς τώρα, φαίνεται τώρα. Ἕνα τέτοιο πράγμα γίνεται στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν κανείς τό 1/10 πού ἐλέγχει, τό συνειδητό του, τό παραδώσει στόν Θεό καί τό ζήσει αὐτό, ἐγώ θά ἔλεγα ὅτι τήν ἑπόμενη κι ὅλας στιγμή, ἀλλά ἔστω τήν ἄλλη μέρα, θά νιώσει ὅτι δέν παρέδωκε τόν ἑαυτό του στόν Θεό, μολονότι τό ἔκανε χθές καί τό πίστευε καί τό πιστεύει ἀκόμη ὅτι τό ἔκανε χθές. Σήμερα δέν νιώθει ὅτι παρέδωκε τόν ἑαυτό του στόν Θεό. Γιατί; Διότι βγῆκε ἀπό τό ὑποσυνείδητο ἕνα κομμάτι τῆς ψυχῆς του πού δέν τό ἔβλεπε, πού δέν τό ἤλεγχε καί εἶναι τώρα στό συνειδητό. Γι’ αὐτό αἰσθάνεται κανείς τήν ἀνάγκη καί τήν ἄλλη μέρα νά πεῖ: «Θεέ μου, ἐγώ ἀκόμη δέν παραδόθηκα σέ σένα. τώρα θά παραδοθῶ». Δέν παίζει μέ τόν Θεό, οὔτε παίζει μέ τήν ψυχή του.

Χθές παρέδωκε ἐκεῖνο πού μποροῦσε νά παραδώσει, σήμερα ξαναπαραδίδει τόν ὅλο ἑαυτό του, διότι δέν τεμαχίζεται ἡ ψυχή. Λέμε γιά τό καρπούζι ὅτι τό κόβουμε κ.λπ., γιά νά μπορέσουμε νά τά καταλάβουμε. Τήν ὥρα πού παραδίδεις, ἄς ποῦμε, τό κομμάτι αὐτό τῆς ψυχῆς σου, τό συνειδητό, αὐτό καθώς δέν εἶναι ξεκομμένο ἐντελῶς ἀπό τό ὑποσυνείδητο, ἀλλά εἶναι ἑνωμένα μέ κάποια οὐρά, τό τραβάει κι ἐκεῖνο πιό πάνω καί ἔτσι αἰσθάνεται κανείς τήν ἀνάγκη τήν ἑπόμενη μέρα νά πεῖ, «πάλι θέλω νά παραδοθῶ στόν Θεό». Στό καρπούζι κόβουμε τό πάνω-πάνω καί ἀνεβαίνει λίγο πιό πάνω, ξανακόβουμε μιά φέτα, ἀνεβαίνει λίγο πιό πάνω, ξανακόβουμε ἄλλη φέτα, ἀνεβαίνει πάλι πιό πάνω, ξανακόβουμε, ὥσπου σχεδόν ὅλο θά τό κόψουμε, καί ὅλο θά βγεῖ πάνω ἀπό τήν ἐπιφάνεια.

Στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου αὐτό δέν ἔχει τέλος. Καί γι’ αὐτό ἐπί πολύ καιρό κανείς – μερικές φορές μοιάζει ὅτι εἶναι ἀμέτρητος ὁ χρόνος – χρειάζεται νά κάνει αὐτό τό ἔργο. Ἀκριβῶς αὐτό τό ὁποῖο ἔκαναν οἱ ἅγιοι. Ἐμεῖς καμιά φορά διαβάζουμε καί μᾶς φαίνεται ἄχαρος ὁ ἀγώνας αὐτός, λίγο κουραστικός, λίγο σάν νά μήν ἔχει νόημα γιά μᾶς πού εἴμαστε συνηθισμένοι νά κάνουμε τί; Ἁπλῶς νά εἴμαστε ἀπασχολημένοι καί νά μήν κοιτᾶμε λίγο τόν ἑαυτό μας. Νά ἀνοίξεις τό ραδιόφωνο, νά ἀνοίξεις τήν τηλεόραση, νά καθίσεις ἐκεῖ, νά συζητήσεις μέ κάποιον, νά κάνεις παρέα, νά πᾶς, νά ἔρθεις. Συνέχεια κανείς εἶναι ἀπασχολημένος, θέλει νά εἶναι ἀπασχολημένος, γιατί ἀλλιῶς πρέπει νά μείνει μέ τόν ἑαυτό του. Ἀλλά ἄν μείνει μέ τόν ἑαυτό του, θά ἀρχίσει νά βλέπει αὐτά τά πράγματα καί τρομάζει. Νά, γιατί μερικές φορές κάποια πιτσιλίσματα, ἄν ἐπιτρέπεται νά ποῦμε ἔτσι, πού βγαίνουν ἀπό τό ὑποσυνείδητο, βγαίνουν ἀπό τό ἀσυνείδητο τρομάζουν τόν ἄνθρωπο καί λέει κανείς: «Ἄστα καλύτερα ἐκεῖ. Μήν ἐγγίζετε τά κακῶς κείμενα». Ἔτσι περνάει ὁ καιρός, ἔρχεται τό τέλος, καί δέν ἔχουμε κάνει ἐκεῖνο πού πρέπει νά κάνουμε.

Οἱ ἅγιοι ὅμως τά πῆραν στά σοβαρά τά πράγματα, τά πῆραν ζεστά. Πίστευσαν ὅτι, ἀφοῦ ἦρθε ὁ ἴδιος ὁ Θεός στή γῆ καί ὁ Θεός πέθανε γιά τή σωτηρία μας, δέν μπορεῖ, ὁ ἄνθρωπος ὄντως καθαρίζεται ἀπό τήν ἁμαρτία. Μπῆκαν λοιπόν σ’ αὐτόν τόν ἀγώνα καί σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, σιγά-σιγά στούς ἁγίους ὅλο τό ὑποσυνείδητο καί ὅλο τό ἀσυνείδητο, δηλαδή ὅλη ἡ ψυχή ἔγινε συνειδητό. Εἶναι ἀδιανόητο νά διαπιστώσουμε σέ ἕναν ἅγιο ὅτι νά, πιστεύει ἔτσι, ἐνεργεῖ ἔτσι, σκέπτεται νά κάνει ἔτσι κ.λπ., ὅμως βγαίνει κάτι ἀπό μέσα του καί τοῦ χαλάει, ἄς ποῦμε, τήν πρόθεση, καί ἐνῶ πήγαινε νά κάνει καλό, δέν ἔκανε καλό, ἀλλά ἔκανε κακό. Οὔτε κατά διάνοια ὅτι συμβαίνει στούς ἁγίους αὐτό. Σέ μᾶς συμβαίνει αὐτό, οἱ ὁποῖοι ἔχουμε μέσα μας ἀκόμη ἀκατέργαστο καί τό ὑποσυνείδητο καί τό ἀσυνείδητο, τό ὅλο δηλαδή περιεχόμενο τῆς ψυχῆς μας.


... πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν
Ἀπομαγνητοφωνημένες ὁμιλίες
π. Συμεών Κραγιόπουλου
Πανόραμα Θεσσαλονίκης 1998
σσ. 13 - 21

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Διαβάστε επίσης

Αρχάγγελος Μιχαήλ

Αρχάγγελος Μιχαήλ